- φθογγάριον
- φθογγάριον, τό, (1) Stimmchen; (2) Stimmröhre
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φθογγάριον — sounding pipe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγάριον — τὸ, Α ο αγωγός τής φωνής ή, κατ άλλους, είδος σφυρίχτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φθέγγομαι + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. μυθ άριον)] … Dictionary of Greek
φθογγαρίου — φθογγάριον sounding pipe neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)